- ντελικάτος
- η , ο деликатный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντελικάτος — η, ο (Μ ντελικάτος και δελικάτος και διλικάτος η, ον) νεοελλ. 1. λεπτός στην κατασκευή ή στους τρόπους, λεπτοκαμωμένος, λεπτοφυής, ευγενικός, αβρός 2. ευπαθής, φιλάσθενος μσν. (για τρόφιμα) νόστιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. delicato «αβρός, κομψός»… … Dictionary of Greek
ντελικάτος — η, ο (λ.λατ.) 1. λεπτοκαμωμένος, ευγενικός στους τρόπους: Ντελικάτο παιδί. 2. ο όχι μεγάλης αντοχής, ο αδύνατος, ο ευαίσθητος: Ντελικάτο αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαντελένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από δαντέλα ή στολισμένος με δαντέλα: Δαντελένιο τραπεζομάντιλο. 2. πολύ λεπτός, ντελικάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)